-
1 κατάσταση
[-ις (-εως)] η1) положение, состояние; обстановка; конъюнктура;ψυχική (παθολογική) κατάσταση — душевное (болезненное) состояние;
αεριώδης κατάσταση — газообразное состояние;
κατάσταση έλλειψης βαρύτητας — состояние невесомости;
κατάσταση τής οδού — состояние дороги;
διεθνής κατάσταση — международное положение;
εμπόλεμος κατάσταση — военное положение; — состояние войны;
κατάσταση πολιορκίας — осадное положение;
η κατάσταση των πραγμάτων — положение вещей, положение дел;
άνθρωπος της κατάστασης — конъюнктурщик;
είμαι ( — или βρίσκομαι) σε δύσκολη κατάσταση — быть в затруднительном положении;
2) перечень, список; опись, реестр; ведомость;μισθοδοτική κατάσταση — ведомость на зарплату;
3) воен. служебное положение;κατάσταση ενεργείας — действительная служба;
κατάσταση διαθεσιμότητας — действующий резерв;
κατάσταση αποστρατείας — положение отставника;
§ είμαι σε ενδιαφέρουσα κατάσταση — быть в интересном положении, быть беременной;
είμαι σε καλή κατάσταση — иметь состояние, быть состоятельным человеком;
είμαι σε κατάσταση να... — быть в состоянии (сделать что-л.);
τί κατάσταση είναι αυτή;
, что здесь происходит?;δεν είναι κατάσταση αυτή! — так дальше продолжаться не может!;
ορίστε κατάσταση! — смотрите, до чего мы дошли!
-
2 невесомость
невесомость ж η έλλειψη βαρύτητας· состояние \невесомостьи η κατάσταση έλλειψης βαρύτητας* * *жη έλλειψη βαρύτηταςсостоя́ние невесо́мости — η κατάσταση έλλειψης βαρύτητας
-
3 έλλειψη
[-ις (-εως)] η1) недостаток, нехватка, дефицит; отсутствие (чего-л.);έλλειψ εργατικών χεριών — нехватка рабочих рук;
έλλειψη βαρύτητας — невесомость;
κατάσταση έλλειψης βαρύτητας — состояние невесомости;
έλλειψη στοιχείων ενοχής — отсутствие состава преступления;
έλλειψη θελήσεως (εμπιστοσύνης) — отсутствие воли (доверия);
λόγω έλλειψης... — за недостатком чего-л.;
ένεκα ελλείψεως за отсутствием;2): ελλείψει из-за отсутствия, за отсутствием, за неимением; ελλείψει αποδείξεων за отсутствием доказательств; 3) недостаток, пробел; промах, недочёт, упущение; ελλείψεις της δουλειάς недостатки в работе; συμπληρώνω τίς ελλείψεις μου восполнять свои пробелы;είναι έλλειψή μου — это моё упущение;
γνωρίζω τίς ελλείψεις μου я знаю свои недостатки;4) эллипс -
4 невесомость
невесо́мост||ьж ἡ Ελλειψη βαρύτητας:состояние \невесомостьи κατάσταση Ελλειψης βαρύτητας. -
5 невесомость
η έλλειψη (της) βαρύτηταςсостояние - и η κατάσταση έλλειψης της βαρύτητας.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > невесомость
-
6 состояние
1. (положение, в котором кто-, что-л. находится) η κατάστασηзародышевое - см. эмбриональное -рабочее - σε - εργα-σίας/λειτουργίαςсверхпроводящее - σε - υπεραγωγιμότητας, υπε-ραγώγιμη -стационарное - στατική -, στάσιμη -тяжёлое - (больного) σοβαρή - (του/της ασθενούς)физическое - мед. φυσική -- цен на рынке (эк.торг.) - τιμών στην αγορά2. (капитал, имущество) η περιουσία.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > состояние
См. также в других словарях:
αστροναυτική — Επιστήμη η οποία οφείλει την ανάπτυξή της στην προσπάθεια κατάκτησης του Διαστήματος. Η α. είναι το σύνολο των θεωρητικών ερευνών και των πρακτικών εφαρμογών σχετικά με την κίνηση οχημάτων στο Διάστημα, που ξεκινούν από τη Γη, προωθούνται με… … Dictionary of Greek
Αϊνστάιν, Άλμπερτ — (Albert Einstein,Ουλμ Γερμανίας 1879 – Πρίνστον ΗΠΑ 1955). Γερμανός θεωρητικός φυσικός, εβραϊκής καταγωγής. Θεμελιωτής της θεωρίας της σχετικότητας, με την οποία είναι συνδεδεμένη η τεράστια φήμη που περιβάλλει το όνομά του. Γιος μικροβιομηχάνου … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Εκπαίδευση — Η ΠΡΟΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΟΙ ΜΕΓΑΛΟΙ ΔΙΔΑΣΚΑΛΟΙ ΤΟΥ ΓΕΝΟΥΣ Είναι οι λόγιοι της προεπαναστατικής περιόδου (β΄ μισό 18ου αιώνα μέχρι την κήρυξη της επανάστασης) οι οποίοι, προσβλέποντας στην πνευματική αναγέννηση του Γένους, που θα έφερνε και την… … Dictionary of Greek
Δανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Δανίας Έκταση: 43.094 τ. χλμ Πληθυσμός: 5.352.815 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Κοπεγχάγη (499.148 κάτ. το 2001)Κράτος της βόρειας Ευρώπης, στην ιστορική ομάδα των σκανδιναβικών χωρών. Συνορεύει στα Ν με τη Γερμανία, ενώ… … Dictionary of Greek